προσοδίων

προσοδίων
προσόδιος
processional
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενθρονισμός — και ενθρονιασμός, ο (AM ἐνθρονισμός) [ενθρονίζω] η άνοδος αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο νεοελλ. εγκατάσταση και παραμονή ανεπιθύμητου ανθρώπου σ έναν χώρο μσν. 1. εγκαίνια εκκλησίας ή αγίας τράπεζας 2. τίτλος τών προσοδίων* τού Πινδάρου 3. βιβλίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”